- σύξερος
- η , ο совершенно высохший, высушенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύξερος — η, ο, Ν κατάξερος, εντελώς ξερός. επίρρ... σύξερα Ν τελείως ξερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ξερός] … Dictionary of Greek